πυρριχισμός

πυρριχισμός
πυρριχ-ισμός, ,
A dancing of the πυρρίχη, J.AJ19.1.14 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πυρριχισμός — ὁ, Α [πυρριχίζω] 1. το να χορεύει κανείς τον πυρρίχιο χορό 2. η χρήση πυρρίχιου πόδα στο τέλος εξάμετρου στίχου …   Dictionary of Greek

  • πυρριχισμούς — πυρριχισμός dancing of the masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρριχισμόν — πυρριχισμός dancing of the masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρρίχισις — ίσεως, ἡ, Α [πυρριχίζω] ο πυρριχισμός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”